- νίψα
- νίζωwash the handsaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νίψα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού Έβρου. Βρίσκεται στα ΒΑ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (55 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
ακρονιφής — ἀκρονιφής ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει χιόνια στην κορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»] … Dictionary of Greek
νίψας — νί̱ψᾱς , νίφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) νίψᾱς , νίζω wash the hands aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) νίζω wash the hands aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)